ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΑΝΔΑ Αναφορικά με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις στον ΚΠΔ

ANAKOIΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Αναφορικά με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις στον ΚΠΔ.

Αθήνα, 12.09.2025

Στις 08 Σεπτεμβρίου 2025 τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο: «Καθορισμός αδικημάτων και κυρώσεων σε βάρος φυσικών και νομικών προσώπων για παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενσωμάτωση Οδηγίας (ΕE) 2024/1226 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2024 σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων για την παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της Ένωσης και την τροποποίηση της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673 και λοιπές διατάξεις».

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών επισημαίνει τα εξής:

Η Ένωση Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών, έχοντας ως θεμελιώδη αποστολή την προάσπιση του κράτους δικαίου και εξ αυτής την διαφάνεια και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των διαδίκων στην ποινική διαδικασία, εκφράζει την έντονη αντίθεσή της στην προτεινόμενη προσθήκη στην παράγραφο 3 του άρθρου 100 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με την οποία θεσπίζεται, κατ’ εξαίρεση, η δυνατότητα αποκλεισμού του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του από την πρόσβαση σε μέρος του υλικού της δικογραφίας.

Η προτεινόμενη διάταξη είναι προβληματική για τους ακόλουθους λόγους:

  1. Παραβλέπει ότι κάθε οδηγία καθορίζει ένα μίνιμουμ προστασίας του σχετικού δικαιώματος, δίχως να απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέψουν μεγαλύτερη προστασία. Στην περίπτωση μας, δηλαδή, η οδηγία καθορίζει τις ελάχιστες αυτές προϋποθέσεις, ή διαφορετικά τους μείζονες περιορισμούς, προκειμένου να ικανοποιηθεί το δικαίωμα του κατηγορούμενου/υπόπτου για λήψη αντιγράφων και πληροφόρηση της σε βάρος του κατηγορίας. Προφανώς το δικαίωμα ικανοποιείται πολύ πιο αποτελεσματικά όταν δεν προβλέπεται κανένας τέτοιος περιορισμός, κάτι το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα.
  2. Παραβλεπει ότι στο ημεδαπό δικονομικό σύστημα με βάση της αρχή της εσωτερικής μυστικότητας, ο κατηγορούμενος/ύποπτος καλείται πάντοτε τελευταίος προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις του. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι η λήψη αντιγράφων εκ μέρους του προκειμένου να προετοιμάσει προσηκόντως την υπεράσπιση του, κανένα πρόβλημα δεν δημιουργεί σε δικαιώματα τρίτων, στη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια, την ολοκλήρωση ερευνών κλπ, ακριβώς διότι οι σχετικές έρευνες έχουν στο στάδιο αυτό ολοκληρωθεί και όλα τα ανωτέρω έχουν διαφυλαχθεί.
  3. Ο περιορισμός αυτός δεν είναι αναγκαίος διότι:

α) για την προστασία της ζωής η δικαιωμάτων άλλων προσώπων που εμπλέκονται στην υπόθεση, προφανώς με την ιδιότητα του μάρτυρα, υπάρχουν οι σχετικές διατάξεις που προστατεύουν αποτελεσματικά όσους εκπληρώνουν το σχετικό καθήκον μαρτυρίας (ειδικές περιπτώσεις μαρτύρων-προστατευόμενοι μάρτυρες κλπ). Ο δε κατηγορούμενος δεν νομιμοποιείται στο πλαίσιο της μη αυτοενοχοποιησης να προκαλέσει βλάβη σε έννομα αγαθά τρίτων και ως εκ τούτου οποιαδήποτε σχετική συμπεριφορά θα τον έφερνε εκ νέου αντιμέτωπο με ποινικές ευθύνες.

β) η προστασία του δημοσίου συμφέροντος είναι έννοια παντελώς αόριστη και χρήζει περαιτέρω εξειδίκευσης. Σε κάθε περίπτωση το εμπόδιο στη διεξαγωγή έρευνας καταρρίπτει η ίδια η δομή του δικονομικού μας συστήματος, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, ενώ για την προστασία της εθνικής ασφαλείας ήδη υπάρχουν άλλα επαχθή μέτρα κατά τη διεξαγωγή έρευνων τα οποία την προστατεύουν αποτελεσματικά (ορ. ειδικές ανακριτικές πράξεις, άρση απορρήτου κλπ).

  1. Παραβιάζει την αρχή της ισότητας των όπλων καθόσον στο σχετικό υλικό θα μπορεί να έχει ακώλυτα πρόσβαση η διωκτική αρχή και να οδηγηθεί τελικώς σε κρίση βασιζόμενη σε στοιχεία τα οποία αγνοεί ο κατηγορούμενος
  2. Τα όργανα που αποφαίνονται για την εφαρμογή του μέτρου είναι, μεταξύ άλλων, οι προανακριτικοί υπάλληλοι, ήτοι οι βαθμοφόροι ελληνικής αστυνομίας, λιμενικού/πυροσβεστικού σώματος. Η εφαρμογή του περιορισμού όμως προβλέπει ιδιαίτερη στάθμιση από τη μια του δικαιώματος αποτελεσματικής υπεράσπισης και από την άλλη των δικαιωμάτων τρίτων/δημοσίου συμφέροντος. Λόγω δε της αδυναμίας να γίνει αποτελεσματικά καθότι απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, διαβλέπουμε ως πιθανό τον κίνδυνο να καταλήξει σε μια υπεραπλουστευμένη και αναίτια απαγόρευση πρόσβασης σε ουσιώδες για τον κατηγορούμενο υλικό της δικογραφίας.
  3. Περιττό δε να επισημανθεί ότι η πρόβλεψη του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής στο δικαστικό συμβούλιο κάθε άλλο πάρα την επιτάχυνση της δικαιοσύνης υπηρετεί.

Εν ολίγοις, η προτεινόμενη διάταξη θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος υπεράσπισης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στον ίδιο τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρα 100 επ.) και ανοίγει την κερκόπορτα της αυθαιρεσίας, καθώς παρέχει στις ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές ευρύτατη διακριτική ευχέρεια να περιορίσουν την πρόσβαση στο αποδεικτικό υλικό, με ασαφή και δυνητικά καταχρηστικά κριτήρια («προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων άλλου προσώπου», «δημόσιο συμφέρον», «εθνική ασφάλεια»), χωρίς αποτελεσματικές εγγυήσεις ελέγχου.

Ως νέοι και ασκούμενοι δικηγόροι, που καθημερινά αντιμετωπίζουμε στην πράξη τις δυσχέρειες των ποινικών διαδικασιών, αρνούμαστε να αποδεχτούμε ρυθμίσεις που εξασθενίζουν τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης και μετακυλούν το βάρος της απονομής της δικαιοσύνης στον αδύναμο κρίκο: τον κατηγορούμενο και τους υπερασπιστές του.

Η ΕΑΝΔΑ καλεί την Κυβέρνηση και το Υπουργείο Δικαιοσύνης να αποσύρουν άμεσα την επίμαχη διάταξη.

                                          ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΑΝΔΑ

Ο Πρόεδρος                                                  Η Γενική Γραμματέας

Ανδρέας Τερζίμπασης                                  Σοφία Συρογιάννη